στακτός

στακτός
-ή, -όν, ΝΜΑ [στάζω]
νεοελλ.
φρ. «στακτό κόμμι»
χημ. κόμμι που προέρχεται από ένα είδος γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο τού αραβικού κόμμεος, ως υδρόχρωμα και στη φαρμακευτική ως καθαρτικό
μσν.-αρχ.
1. αυτός που εκρέει αργά, σταγόνα σταγόνα (α. «μύροισιν μυρίσαι στακτοῑς», Αριστοφ.
β. «τῆς σμύρνης δὲ ἡ μὲν στακτή, ἡ δὲ πλαστή», Θεόφρ.)
2. (για λάδι) αυτό που εκρέει μόνο του, χωρίς μηχανική πίεση
3. φρ. «στακτὴ κονία» — η στακτή, η αλισίβα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὰ στακτά
αγγεία κατάλληλα για διήθηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στακτόν — στακτός oozing out in drops masc acc sg στακτός oozing out in drops neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στακτοῖς — στακτός oozing out in drops masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στακτοῖσι — στακτός oozing out in drops masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στακτοῦ — στακτός oozing out in drops masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στακτῷ — στακτός oozing out in drops masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροδόστακτον — τὸ, Α το ροδόσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. *ῥοδόστακτος < ῥόδον + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί στακτος, πυρί στακτος] …   Dictionary of Greek

  • στακτά — στακτά̱ , στακτή oil of myrrh fem nom/voc/acc dual στακτά̱ , στακτή oil of myrrh fem nom/voc sg (doric aeolic) στακτός oozing out in drops neut nom/voc/acc pl στακτά̱ , στακτός oozing out in drops fem nom/voc/acc dual στακτά̱ , στακτός oozing out …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίστακτος — μελίστακτος, ον (Μ) μελισταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + στακτός (< στάζω), πρβλ. πυρό στακτος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόστακτος — ον, ΜΑ 1. αυτός που σταλάζει πρώτος 2. φρ. «πρωτόστακτος κονία» είδος κονίας από ασβέστη και στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί στακτος] …   Dictionary of Greek

  • πυρίστακτος — ον, Α αυτός που στάζει φωτιά («πυρίστακτος πέτρα» η Αίτνα, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί στακτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”